- εδεύησεν
- ἐδεύησενδεύω 2miss: aor ind act 3rd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐδεύησεν — δεύω 2 miss aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεύω — (I) δεύω (Α) 1. υγραίνω, βρέχω («δάκρυ ἔδευε παρειάς») 2. βρέχω, μουσκεύω κάτι στερεό με νερό, γάλα, κρασί κ.λπ. («δεύω ἄρτον ὕδατι») 3. αλείφω 4. φρ. «ἐρεμνόν αἶμ ἔδευσα» τού έχυσα το αίμα, έκανα να χυθεί το μαύρο του αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… … Dictionary of Greek